ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Τάκης Σπετσιώτης
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: Βιογραφική, Ποιητική
ΧΩΡΑ: Ελλάδα 1985, ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103΄
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Φίλιππος Κουτσαφτής
ΠΑΙΖΟΥΝ: Τάκης Μόσχος, Γιώργος Κέντρος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Γιάννης Ζαβραδινός, Γιάννης Παλαμιώτης, Νίκος Αλεξίου, E. Franco.
ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΑ
Η αθέατη πλευρά του Λαπαθιώτη (του Τάκη Σπετσιώτη)
Ποιητής που έβλεπε την τέχνη σαν απόσταγμα ζωής και όχι σαν υποκατάστατό της (εξ’ ου και ολιγογράφος ερασιτέχνης), ο Λαπαθιώτης επιχείρησε το ριζοσπαστικό βήμα να ορίζει την δημόσια ζωή του σαν λογοτεχνία. Είχε εγγραφεί στην συνείδηση του κοινού σαν ποιητής μέσα από ένα θρύλο. Η εκκεντρική αμφίεση η νυχτόβια ζωή, οι ερωτικές και πολιτικές του προτιμήσεις, και η στιλιζαρισμένη παρουσίαση του εαυτού του, τον είχαν κατατάξει δικαιωματικά στις ελάχιστες θρυλικές μορφές της λογοτεχνίας μας.
Πριν από’ το γράψιμο στίχων, τον ενδιέφερε η ποιητικότητα της ύπαρξής του, ο τρόπος ζωής του σαν έργο τέχνης κι αυτό αποτελεί την καλλιτεχνική του ανορθοδοξία και την ιδιαιτερότητα της δυστυχίας του. Είναι μια στάση ζωής πολύ επίκαιρη που οι φιλολογίζοντες, ακόμη και σήμερα στα 40χρονα αφιερώματα από το θάνατό του, δεν έχουν καταλάβει. Αντί να εκτιμούν την γενναιότητα και την τόλμη της χειρονομίας του κάθονται με την μεζούρα και μετρούν πόσους πόντους πιο ελάσσων είναι ο ποιητής από τον Καρυωτάκη.
Παρ’ όλα αυτά η μορφή του Λαπαθιώτη άντεξε στο χρόνο και παρέμεινε αξεπέραστη, παρόλο που η ποίησή του είναι κάπως «εκτός κλίματος».
Μια μορφή ποιητική, αληθινό έργο τέχνης, που σαρκάζει, λες, όλους αυτούς τους «συγγραφείς ποιημάτων» που προσπαθούν μανιωδώς να τρυπώσουν σε «σωματεία λογοτεχνών», «φιλολογικές παρέες» και να την βγάλουν κανα-δύο χρονάκια, πριν ο χρόνος εξαφανίσει μια για πάντα το ήδη πνευματικά πεθαμένο έργο τους. Η μορφή του Λαπαθιώτη παραμένει σύγχρονη, ίσως γιατί πραγμάτωσε όσο κανείς άλλος στον τόπο μας το αίτημα του Νίτσε για την αναγκαιότητα του «αισθητικώς ζην».
«Έχεις μεγαλύτερη σημασία να ζεις και να φέρεσαι σαν γνήσιος Ποιητής, παρά να γράψεις ποιήματα στα πλαίσια μιας κάποιας εργασιοθεραπείας της νεύρωσης σου, ίσα-ίσα γιατί δεν ξέρεις να πλέκεις ή να κεντάς». Τέχνη και ζωή λοιπόν και οι αντιφάσεις τους. Αυτήν την σχέση επιχειρεί να απεικονίσει η ταινία «Μετέωρο και Σκιά» μέσα από μια σειρά χαρακτηριστικών στιγμιότυπων από τη ζωή του Ποιητή, ‘όπως τα έζησαν οι συνοδοί του στις τρεις-τέσσερεις προπολεμικές δεκαετίες που ο Λαπαθιώτης φλογίστηκε απ’ τον πόθο να λάμψει, έλαμψε κι έσβησε όπως ένα βεγγαλικό ένας διάττων.
Το σενάριο στηρίχτηκε σε μαρτυρίες των φίλων του ποιητή και το τελικό υλικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν η προσωπική ανάπλαση όλης αυτής της βιβλιογραφίας γύρω από το Λαπαθιώτη. Δεν προστίθενται φανταστικά περιστατικά και για λόγους αλήθειας και εγκυρότητας και για καθαρά αισθητικούς λόγους. Μεσ’ απ’ τα κενά την αποσπασματικότητα, προβάλει ολοκάθαρη η μορφή του ποιητή, χωρίς να χρειάζεται επεξηγήσεις.
Οι στίχοι του Καβάφη: «Κάθομαι και ρεμβάζω/επιθυμίες κι αισθήσεις/εκόμισα εις την Τέχνην/κάτι μισοειδωμένα/πρόσωπα ή γραμμές/κάτι αβέβαιες μνήμες/ερώτων ατελών» θα μπορούσε να είναι η πιο ακριβής περιγραφή της δομής του σεναρίου που βέβαια δεν αποποιείται καμία από της χαρακτηρολογικές ιδιότητες του Λαπαθιώτη, κυρίως εκείνες που συστηματικά «θάβουν» οι ποιητικές ανθολογίες και τα σχολικά νεοελληνικά αναγνώσματα: Ομοφυλόφιλος, ναρκομανής, κομμουνιστής. Ένας αριστοκράτης που περιφρόνησε τις αστικές ευπρέπειες και δε δίστασε να εκτεθεί βάζοντας τα πάθη του στην υπηρεσία της πρόκλησης και του σκανδάλου, αντί να τα κουκουλώσει, και για τούτο ακριβώς το λόγο αποτέλεσε για την κοινωνία κόκκινο πανί.
Δάντης που αυτοπεριθωριοποιήθηκε, ντιλετάντης που δεν εργάστηκε ποτέ, γιατί δεν μπόρεσε να ανεχτεί πάνω από το κεφάλι του κανένα αφεντικό, ρομαντικός που συνέχισε να γράφει παραδοσιακά ακόμη και αν ο υπερρεαλισμός κατέκτησε την ελληνική ποίηση, ανένταχτος αριστερός, αυτός ο σπάνιος άνθρωπος αποτελεί και σήμερα μια πραγματικά αναρχική μορφή.
Η εξαιρετικά πλούσια ζωή του είναι για τους ομοφυλόφιλους σημαία, μοιάζει με διαφήμιση για τα δικαιώματά τους. Δείχνει αριστοτεχνικά πόσο οι δρόμοι τους υπήρξαν σκοτεινοί και αδιέξοδοι και πόσο απόλυτα καθορίστηκαν από το κοινωνικό περιβάλλον.
Η οδυνηρή πορεία που καταγράφει όλες τις φάσης της πορείας ενός ομοφυλόφιλου: Ξεκινά από τα νεανικά χρόνια, απ’ αυτό που θα ονόμαζε κανείς ρομαντική αντίληψη της ομοφυλοφιλίας, από την ιδέα μιας εμπειρίας ανώμαλης, νοσηρής, που βγαίνει από τα όρια του συνήθους και του επιτρεπόμενου, μα που γι’ αυτό ακριβώς ανταμείβει με χαρές και γνώσεις μυστικές και είναι προνόμιο φύσεων αρκετά φλογερών και ελεύθερων, ώστε να ξανοιχτούν πέρα από το θεμιτό και το γνώριμο (αρχετυπική εδώ η μορφή του Όσκαρ Ουάιλντ).
Η στάση αυτή εκφραζόταν με τη γεμάτη χιούμορ και στιλ, ανάλαφρα ειρωνική παρουσίαση του προσωπείου του δανδή Λαπαθιώτη , σε σχεδόν ειδυλλιακούς περιπάτους σε εξοχές προαστείων, κοσμικών καφέ της εποχής του ’10, σέρρες πάρκων ή σαλόνια, που ο ήρωας γινόταν το αντικείμενο συζητήσεων, σαν ένα είδος σταρ («ξένος», «θεατρίνος», «αμαρτωλώς») και προκαλούσε τα μάλλον ιλαρά σχόλια του κόσμου της χωριάτικης, περιορισμένης μικρής πρωτεύουσας. Από τη στάση αυτή, την επηρεασμένη από την κοινωνική καταπίεση, ο ποιητής περνάει σε μια λιγότερο συμβατική αντίληψη του προβλήματος, όσο πιο πολύ βυθίζεται στον κόσμο των πολιτικών και κοινωνικών περιθωρίων. Επικρατούν οι έννοιες της ευτυχίας, της αγάπης, της πλήρωσης και της ισχύος της ηδονής. Και καταλήγει να κάνει τον αισθησιασμό του κινητήριο μοχλό της ζωής του. (Το πάθος είναι η μεγαλύτερη έκφανση της ζωής. Το να προσπαθεί κανείς να το πνίξει είναι σα να πνίγει την ίδια τη ζωή, στη πιο εκφραστική της εκδήλωση). Ο ήρωας συχνάζει τώρα στο νυχτερινό Ζάππειο, όπου οι ομοφυλόφιλοι καθισμένοι σε γωνιές δέντρων, εν είδει μυστικής οργάνωσης παράνομων, ή Φιλικής Εταιρείας, διηγούνται με τον φυσικότερο τρόπο τις εμπειρίες τους. Απολαμβάνει, σε χαμαιτυπεία που σφύζουν από τα νιάτα του φυσικού κόσμου, μιαν ήσυχη και ξένοιαστη ακολασία.
Χωρίς να πολυνοιάζεται αν τον αποδοκιμάζουν ή τον ακολουθούν, αυτός ο ιδιόρρυθμος Αθηναίος, προχωρεί ανοιχτά, χωρίς ενοχές αλλά χωρίς ρητορείες, αρπαχτικά και μαζί ανάλαφρα στον αρχαίο ηδονισμό, και σ’ αυτό το σημείο συναντά τον Καβάφη, αφού γίνεται με τη στάση του ένας ήρωας των σελίδων του («Οροφέρνης», «Ίμενος», «Εν τη οδώ»).
Ο Λαπαθιώτης αναλώνεται κυριολεκτικά στη νύχτα, τη νύχτα των προπολεμικών δεκαετιών 1920-1930, στους δρόμους και στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά και σχεδόν πάντα, στα πάρκα και στα σκηνικά του έρωτα, που είναι λίγο-πολύ τα ίδια μέχρι σήμερα. Τα λαϊκά καφενεία, οι δρόμοι οι σκοτεινιασμένοι από το νύχτωμα, τα πάρκα, τα πέριξ των εργοστασίων, τα κακόφημα κέντρα όπου συχνάζουν νεανικές μορφές έγνωστες και αμφίβολες, συνδυασμένα με την ίδια, γνώριμη πάντα, γόνιμη αλλά και άκαρπη αναζήτηση της Ηδονής, τις πικρίες, τις απογοητεύσεις, την ελεγεία για το χαμένο χρόνο και τον προδομένο έρωτα. Ο έρωτας είναι γι’ αυτόν το παν και τα πάντα είναι έρωτας. Μονάχα αυτό μπορεί να μετρήσει την τραγωδία των σπαταλημένων ωρών.
Τα τρία κύρια ερωτήματα πριν σκηνοθετήσω:
Πώς να παρουσιάσω ένα θέμα τόσο ιδιαίτερο και μη συμβατικό, μη συμβατικά.
Πώς να αναπαραστήσω μια εποχή τόσο απομακρυσμένη από μένα, από την οποία δεν είχα επιπλέον κανένα προσωπικό βίωμα.
Πώς να διδάξω έναν ηθοποιό στο ρόλο ενός ήρωα, όπου το τεχνητό, το θεατρικό στοιχείο καθόριζε την καθημερινή συμπεριφορά του, όταν ήξερα ότι «ακόμη και στο θερμό σφίξιμο του χεριού, εμάντευες τον άνθρωπο που εύκολα δεν έφτανε στην οικειότητα», όπως περιγράφει ο Κλέων Παράσχος τον Λαπαθιώτη.
«Η σύντομη συντροφιά του Λαπαθιώτη ήταν κι εκείνη ένα μικρό έργο τέχνης. Το ύφος του ήταν το πολύ λεπτό, του κουρασμένου ερασιτέχνη. Δεν θυμούμαι να άκουσα ποτέ υψωμένο τον τόνο της φωνής του, ποτέ, έστω και ελάχιστα, να μην αιστάνθηκα πιο νευρικήν ή πιο επίσημη από το συνηθισμένο…» (Τέλλος Άγρας).
Στους δρόμους της αφαίρεσης που είχα ήδη ακολουθήσει το σενάριο, έπρεπε να κατευθυνθεί και η σκηνοθεσία. Όπως τι σενάριο απέφευγε την σκανδαλοθηρική εκμετάλλευση της ζωής του ήρωα, με μια πιστή αναφορά στα ντοκουμέντα, η σκηνοθεσία έπρεπε να αποφύγει τα «κλισέ» της κλασικής κινηματογραφικής θεαματικής βιογραφίας.
Όπως η αναπαράσταση, με οξύτητα και διακριτικότητα, της «Ύπαρξης σαν έργου τέχνης» του Λαπαθιώτη, οδήγησε στην ανάγκη να παραληφθούν οι στίχοι από το έργο του, έτσι με τον συνδυασμό μορφής και περιεχομένου έπρεπε να δοθεί αυτό που για μένα αποτελούσε την ουσία του Λαπαθιώτη: Τολμώ να πω, όχι ο χαρακτήρας του, όσο το προσωπείο, ο μύθος του. Όχι οι ψυχολογικές, όσο οι ιδεολογικές του συγκρούσεις. Ο δημόσιος, δηλαδή ο πολιτικός Λαπαθιώτης και οι συγκρούσεις του με την κοινωνία, την εποχή, τη ζωή και την τέχνη, είναι η πλευρά αυτή του ποιητή που αφορά και σήμερα και κάτι που παρουσιάζεται στο φιλμ. Αυτή τη διάσταση πήρε και η σκηνογραφική-ενδυματολογική αναπαράσταση του προπολεμικού κόσμου. Όχι νοσταλγική αναπαράσταση, αλλά υπολανθάνουσα συγκίνηση, που βρίσκει τις αναλογίες του «τότε» με το «τώρα». Όχι μόνο η δράση, αλλά ο στοχασμός πάνω σ’ αυτήν. Όχι τόσο η εξωτερικευμένη συγκίνηση, όσο ο υποβόσκων σπαραγμός. Όχι η ψεύτικη, κωδικοποιημένη μίμηση της ζωής, όσο η ουσία του περιεχομένου μέσα απ’ τη γλώσσα της Τέχνης. Όχι ο τρόπος της ομιλίας των ανθρώπων σήμερα, και μάλιστα όπως ψεύτικα παρουσιάζεται στο σινεμά, αλλά ένας τρόπος εκφοράς του λόγου που υπηρετεί το περιεχόμενο, αφού πρόκειται για χαρακτήρες που χειρίζονται μ’ ένα ξέχωρο τρόπο το λόγο, που υπάρχουν μέσα από το λόγο.
Όλα στην υπηρεσία μιας εκπληκτικής λιτότητας. Αν παρομοίαζα τα υλικά που μου προσφέρονταν για να φτιάξω το έργο, μ’ ένα πλούσιο τραπέζι γεμάτο εδέσματα, να μην διάλεγα αυτά για να εκφραστώ, αλλά τα ψίχουλα και τα υπολείμματα, που θα περίσσευαν από το δείπνο.
Πολλές φορές το κοινό είναι προκατειλημμένο. Συνδέει την αναπαράσταση της εποχής με το πλούσιο, βαρύ θέαμα, λησμονώντας πως η εποχή είναι κυρίως μια εσωτερική ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με μερικές καλοδουλεμένες, εξωτερικές λεπτομέρειες, που αρκούν να την δείξουν πολύ καλύτερα από τοπία βελούδου ή νταντέλας. Μιλάει για «στυλιζάρισμα» στο παίξιμο των ηθοποιών, λησμονώντας ότι πρόκειται για ρόλους ηρώων που πρέσβευαν το στυλ πάνω απ’ όλα, η ότι «στυλιζαρισμένο» είναι μια ετικέτα, που ο καθένας εύκολα μπορεί να κολλήσει παντού, ακόμη και στον τρόπο που μιλούν οι σημερινοί νέοι: «καράφλιασα», «την βρήκα», «δικέ μου». Μιλάει για αισθητική, εικαστική γοητεία της εικόνας, χωρίς ν’ ακούει το λόγο, και χάνοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της ουσίας. Σαν αν βλέπει μόνο το μπαστούνι και το γάντι στα χέρια του Λαπαθιώτη, αγνοώντας το στιλέτο που κρύβεται αποκάτω.
Οι απεσταλμένοι της ουγγρικής τηλεόρασης που ήρθαν πριν μια βδομάδα στην Αθήνα, πάντως, φαίνεται παραείδαν το στιλέτο. Είδαν ένα μεγάλο αριθμό ταινιών για ν’ αγοράσουν για την τηλεόρασή τους. Στους καταλόγους που είχαν πάντως έλειπε το «Μετέωρο και Σκιά». Σ’ ερώτηση κάποιου αρμόδιου, που τους υπέδειξε να δουν την ταινία, απάντησαν «ναι, ξέρουμε, αλλά δεν θέλουμε να τη δούμε… λόγο θέματος…! Ομοφυλοφιλία και κομμουνισμός… δεν θα το επιτρέψει η λογοκρισία…»
Αυτά εις απάντηση των όσον αισιόδοξων βρεθούν να θεωρήσουν το «Μετέωρο και Σκιά» ταινία εποχής. Καγχάζοντας.
Πηγή: Περιοδικό “ΤΟ ΚΡΑΞΙΜΟ” εκδόσεις ΓΟΡΓΩ, Θεσσαλονίκη 2007